εκφωνητής

εκφωνητής
Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο της βουλής. Ο ε. πρέπει να έχει φωνή κατάλληλη για το μικρόφωνο, τέλεια άρθρωση –απαλλαγμένη δηλαδή από φωνητικά ελαττώματα και επιδράσεις τοπικών διαλέκτων– γνώση της προφοράς τουλάχιστον τριών γλωσσών και, τέλος, ευχέρεια στην αλλαγή του τόνου ανάλογα με τις απαιτήσεις της ανάγνωσης. Πράγματι, με την τελειοποίηση των ραδιοφωνικών προγραμμάτων, ο ε. πρέπει να προσαρμόζει την έκφρασή του στις απαιτήσεις ενός προγράμματος. Προκειμένου οι εκπομπές να έχουν ένα άρτιο αποτέλεσμα, οι ε. που χρησιμοποιούνται σε αυτές είναι ειδικευμένοι σε ένα ορισμένο είδος. Έτσι, όλα σχεδόν τα ραδιοφωνικά ιδρύματα του κόσμου έχουν δημιουργήσει ένα είδος αρχείου φωνών. Η ανάγνωση του ραδιοφωνικού δελτίου ειδήσεων, για παράδειγμα, απαιτεί έναν ρυθμό σταθερό και μία φωνή ουδέτερη, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση μιας συμμετοχής χωρίς προσωπική τοποθέτηση. Αντίθετα, η παρουσίαση ενός διαφημιστικού προϊόντος ή ενός ηθοποιού, ενός τραγουδιστή κλπ., κατά τη διάρκεια μιας ψυχαγωγικής εκπομπής, πρέπει να γίνει με μία πνευματώδη έκφραση που είναι απαραίτητη, ώστε η απλή εκφώνηση να αποτελέσει συστατικό μέρος της όλης ραδιοφωνικής παράστασης. Όλα τα προσόντα που διαθέτει ο ε. του ραδιοφώνου πρέπει να τα διαθέτει και ο ε. της τηλεόρασης με την προσθήκη ενός εφοδίου εξαιρετικής σημασίας, της φωτογένειας. Και αυτό γιατί, μέσω της μικρής οθόνης, μπαίνει σε εκατομμύρια σπίτια όχι μόνο η φωνή ενός άντρα ή μιας γυναίκας αλλά και ένα πρόσωπο ξένο, που πρέπει να γίνει οικείο και να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού.
* * *
ο (θηλ. εκφωνήτρια)
1. αυτός που κάνει την εκφώνηση
2. ειδικός υπάλληλος τής ραδιοφωνίας ή τής τηλεόρασης που κάνει τις εκφωνήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκφωνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που κάνει την εκφώνηση: Χρειάζονται εκφωνητές για τα θέματα των εξετάσεων. 2. ειδικός υπάλληλος της ραδιοφωνίας ή της τηλεόρασης που κάνει τις εκφωνήσεις, ο σπίκερ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • σπήκερ — ο, Ν άκλ. 1. εκφωνητής ειδήσεων, ιδίως σε ραδιοφωνικό σταθμό 2. (στη Μεγάλη Βρετανία) ο πρόεδρος τής Βουλής τών Κοινοτήτων 3. (στις Ηνωμένες Πολιτείες) ο πρόεδρος τής Βουλής τών Αντιπροσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. speaker] …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Νίλσεν, Λέσλι — (Leslie Nielsen, Καναδάς 1926 –). Καναδός ηθοποιός. Σπούδασε ΜΜΕ και ξεκίνησε σαν εκφωνητής και παραγωγός μουσικών εκπομπών στην πατρίδα του ώσπου μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο μετακόμισε στην Νέα Υόρκη όπου και παρακολουθησε μαθήματα στο… …   Dictionary of Greek

  • Ρίγκαν, Ρόναλντ — (Ρέιγκαν Reagan, 1911 –) Πρόεδρος των HΠA (1981 1989), ηθοποιός κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Ταμπίκο του Ιλλινόις το 1911. Μετά τις βασικές σπουδές του εργάστηκε σε ραδιοφωνικό σταθμό ως εκφωνητής αθλητικών εκδηλώσεων και το 1937 εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”